бесперспективный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

бесперспективный - translation to Αγγλικά


бесперспективный      
adj.
unpromising
prospectless      

['prɔspektlis]

прилагательное

общая лексика

бесперспективный

blind-alley occupation      

общая лексика

бесперспективная работа

Ορισμός

бесперспективный
прил.
1) Лишенный перспектив.
2) перен. разг. Не обладающий задатками, свойствами для дальнейшего духовного и профессионального роста, совершенствования.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για бесперспективный
1. "Бесперспективный" - так чешский тренер тогда футболиста обозвал.
2. И тогда переговоры превращаются в бесперспективный торг.
3. Разговор о доходах - бесперспективный в Нидерландах.
4. Ведь в конце БАМа - полузабытый бесперспективный поселок.
5. Хотя опыт показал: силовой путь - бесперспективный.
Μετάφραση του &#39бесперспективный&#39 σε Αγγλικά